μέθυ

μέθυ
το (Α μέθυ, -υος)
νεοελλ.
1. κάθε μεθυστικό ποτό
2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ
αρχ.
1. το κρασί
2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. madhu- «μέλι» (η ομηρική έκφραση μέθυ ἡδὺ απαντά και στην αρχ. ινδ.), λιθουαν. medus «μέλι», αρχ. σλαβ. medu «μέλι», αρχ. άνω γερμ. metu «υδρόμελι», αρχ. ιρλδ. mid «υδρόμελι». Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελληνική η λ. μέθυ, εξαιτίας τής ιδιότητας του υδρομέλιτος («ποτού από νερό και μέλι») κατέληξε να σημαίνει «κρασί» και συνεκδοχικά «μεθύσι», ενώ η αρχική σημασία «μέλι» τού τύπου διατηρήθηκε στον επίσης κληρονομημένο τ. μέλι* (για τη σημασιολογική εξέλιξη από «μέλι» σε «κρασί» πρβλ. και αβεστ. madu- «κρασί παραγόμενο από σαρκώδη καρπό»).
ΠΑΡ. μεθύσκω, μέθυσος, μεθώ
αρχ.-μσν.
μεθυστής, μεθύω
μσν.
μεθύζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μεθυδότης, μεθυδώτης, μεθυπίδαξ, μεθυπλανής, μεθυπλήξ, μεθυτρόφος, μεθυχάρμων
μσν.
μεθυσφαλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέθυ — wine neut nom/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύμνιον — μεθύ̱μνιον , μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd pl (doric) μεθύ̱μνιον , μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 1st sg (doric) μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd pl (doric) μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσμένος — μεθῡ̱σμένος , μετά ὕω rain perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθῦσαι — μεθῦ̱σαι , μετά ὕω rain perf ind mp 2nd sg μετά ὕω rain aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύμνης — μεθύ̱μνης , μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) μετά ὑμνέω sing of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Amethyste — Améthyste  Pour l’article homonyme, voir améthyste (couleur).  Améthyste Catégorie III : oxydes et hydroxydes …   Wikipédia en Français

  • Améthyste —  Pour l’article homonyme, voir améthyste (couleur).  Améthyste Catégorie IX : silicates[1] …   Wikipédia en Français

  • мед — род. п. а, укр. мiд, мед, род. п. меду, блр. мед, ст. слав. медъ μέλι (Супр.), болг. мед(ът) (Младенов 292), сербохорв. ме̑д, род. п. ме̏да, словен. mȇd, чеш., слвц. med, польск. miod, род. п. miodu, в. луж. měd, mjod, н. луж. mjod. Древняя… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Винительный падеж — (Accusativus) название для той формы имени существительного, прилагательного или местоимения, в которой стоит прямое дополнение (прямой объект) действительного (активного) глагола. В индоевропейском праязыке, из которого развились отдельные… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Метиловый спирт — СН4О представляет собой простейший из алкоголей CH3.OH. М. спирт в свободном состоянии встречается в соке некоторых растений (Гутцейт и Макенн) и в водном дистилляте плодов Heracleum a (Гутцейт). В виде метилсалицилового эфира в винтергреновом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”